διαμοιρώ

διαμοιρώ
(Α διαμοιρῶ, -άω) [μοιρῶ]
1. διαιρώ, κατατέμνω, κατατεμαχίζω
2. μέσ. διανέμω, μοιράζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”